ολοψύχως

ολοψύχως
επίρρ. см. ολόψυχα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ολοψύχως" в других словарях:

  • ολοψύχως — (Μ ὁλοψύχως) επίρρ. βλ. ολόψυχος …   Dictionary of Greek

  • ὁλοψύχως — ὁλόψυχος consisting entirely of soul adverbial ὁλόψυχος consisting entirely of soul masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁλόψυχος ον) αυτός που γίνεται με όλη την ψυχή, εγκάρδιος, ένθερμος («δέησιν ὁλόψυχον», Ευστ.). επίρρ... ολοψύχως και ολόψυχα (Μ ὁλοψύχως) με όλη την ψυχή, εγκαρδίως, ένθερμα, προθυμότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»